επαγωγικό πηνίο

επαγωγικό πηνίο
Ειδική διάταξη για την παραγωγή πολύ υψηλών τάσεων βραχείας διαρκείας, με την εκμετάλλευση του φαινομένου της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής. Χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, για να τροφοδοτεί τους σωλήνες παραγωγής ακτίνων Χ. Σχηματικά, αποτελείται από έναν πυρήνα μαλακού σιδήρου, στον οποίο είναι τυλιγμένο σπειροειδώς ένα σύρμα μεγάλης σχετικά τομής (πρωτεύον κύκλωμα), ενώ εξωτερικά του πρωτεύοντος είναι τυλιγμένο ένα λεπτό σύρμα σε πολλές σπείρες (δευτερεύον)· τα άκρα του πρωτεύοντος κυκλώματος βρίσκονται στους ακροδέκτες του οργάνου. Στο πρωτεύον κυκλοφορεί παλμικό ρεύμα και στα άκρα του επαγωγικού εκδηλώνεται μια τάση που μπορεί να είναι αρκετά υψηλή (έως 300.000 V). Πράγματι, σύμφωνα με τον θεμελιώδη νόμο της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής (ηλεκτρομαγνητισμός), η τάση είναι ανάλογη με τη στιγμιαία μεταβολή της μαγνητικής ροής που διασχίζει το δευτερεύον κύκλωμα. Παρόμοιες μεταβολές της ροής μπορούν να φτάσουν σε πολύ υψηλές τιμές, όταν η μεταβολή του ρεύματος στο πρωτεύον είναι αρκετά ταχεία. Το όργανο αυτό επινόησε ο Ρούμκορφ, ο οποίος, για να τροφοδοτήσει το πρωτεύον, χρησιμοποίησε μία μπαταρία συσσωρευτών και έναν απλό διακόπτη. Σήμερα χρησιμοποιούνται πιο ικανοποιητικοί διακόπτες, παραδείγματος χάριν, ηλεκτρολυτικού τύπου. Αν η τάση είναι αρκετά υψηλή μεταξύ των ακροδεκτών μπορεί να δημιουργηθεί σπινθήρας. Ένα είδος ε.π. είναι και ο πολλαπλασιαστής που χρησιμεύει στην παραγωγή του ηλεκτρικού σπινθήρα στον βενζινοκινητήρα. Στην μπομπίνα του σπινθηριστή το ρεύμα χαμηλής τάσης, το οποίο κυκλοφορεί στο πρωτεύον κύκλωμα (κόκκινη σπείρα), παράγει ένα ρεύμα υψηλής τάσης στο δευτερεύον κύκλωμα (γαλάζια σπείρα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… …   Dictionary of Greek

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιαστής — ο, Ν 1. αυτός που αυξάνει κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα 2. τεχνολ. επαγωγικό πηνίο το οποίο αποτελεί μέρος τού συστήματος ανάφλεξης ενός βενζινοκινητήρα όταν αυτή γίνεται με τη βοήθεια μπαταρίας 3. μαθημ. ο ένας από τους δύο παράγοντες …   Dictionary of Greek

  • σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… …   Dictionary of Greek

  • βατόμετρο — Όργανο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ηλεκτρικής ισχύος που απορροφά ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας τους, τα β. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, επαγωγικά, θερμικά κλπ. Το ηλεκτροδυναμικό β. αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • σεισμολογία — Κλάδος της γεωφυσικής, που εξετάζει τα σεισμικά φαινόμενα, δηλαδή τους σεισμούς και το σύνολο των εκδηλώσεων που συνδέονται με αυτούς. Κύριος σκοπός της σ. είναι η έρευνα του τρόπου διάδοσης, των σεισμικών κυμάτων που γεννιούνται στην εστία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”